Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προαιρετικός
1 item total
προαιρετικός -ή -ό [proeretikós] Ε1 : που γίνεται με ελεύθερη βούληση και επιλογή και όχι από υποχρέωση ή εξαναγκασμό. ANT υποχρεωτικός: Προαιρετική εισφορά. H παρακολούθηση του μαθήματος είναι προαιρετική. προαιρετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. προαιρετικός `που επιλέγει ελεύθερα΄ σημδ. γαλλ. facultatif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go