Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προαίσθημα το [proésθima] Ο49 : καθετί που αισθάνεται κάποιος εκ των προτέρων ότι θα συμβεί: Έχω ένα καλό / κακό ~. Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό ~.
[λόγ. προ- αίσθημα μτφρδ. γαλλ. pressentiment]



