Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προάλλες οι [proáles] Ο (άκλ.) : μόνο στην επιρρηματική έκφραση τις προάλλες, πριν από μερικές ημέρες: Tηλεφώνησα τις ~ αλλά δε σε βρήκα.
[λόγ. δοτ. πληθ. ταις προάλλαις (< προ- άλλαις) σφαλερή δημιουργία κα τά γαλλ. πρότυπα (ces jours derniers) με ταύτιση προς την αιτ. πληθ. -ες]



