Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προάλλες
1 item total
προάλλες οι [proáles] Ο (άκλ.) : μόνο στην επιρρηματική έκφραση τις προάλλες, πριν από μερικές ημέρες: Tηλεφώνησα τις ~ αλλά δε σε βρήκα.

[λόγ. δοτ. πληθ. ταις προάλλαις (< προ- άλλαις) σφαλερή δημιουργία κα τά γαλλ. πρότυπα (ces jours derniers) με ταύτιση προς την αιτ. πληθ. -ες]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go