Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρεπω
2 items total [1 - 2]
πρέπω [prépo] Ρ (στο γ' προσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος, άξιος για κτ.: Tου πρέπουν τιμές και δόξες. Δεν του ΄πρεπε να πάθει τέτοια πράματα.

[αρχ. πρέπω `φαίνομαι καθα ρά, ταιριάζω΄ κατά τη σημ. του πρέπει]

πρέπων -ουσα -ον [prépon] Ε12 : (λόγ.) που είναι όπως πρέπει, όπως αρμόζει, σωστός, ταιριαστός, κατάλληλος: H συμπεριφορά της δεν ήταν η πρέπουσα. Tου μίλησε με τον πρέποντα σεβασμό. || (ως ουσ.) το πρέπον, αυτό που είναι σωστό ή δίκαιο, το ηθικά επιβεβλημένο: Ξέρεις ποιο είναι το πρέπον και οφείλεις να το πράξεις. πρεπόντως ΕΠIΡΡ κατά τρόπο σωστό, δίκαιο, ηθικά επιβεβλημένο, όπως πρέπει και αρμόζει: Ενεργώ δεόντως και ~.

[λόγ. < αρχ. πρέπων μεε. του πρέπω `φαίνομαι καθαρά, ταιριάζω΄· λόγ. < αρχ. πρεπόντως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go