Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρασόπιτα
1 item total
πρασόπιτα η [prasópita] Ο27 : είδος πίτας που γίνεται με βασικό συστατικό τα πράσα.

[πράσ(ο) -ο- + -πιτα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go