Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πουλερικό το [pulerikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για τα οικόσιτα, τα εκτρεφόμενα πτηνά (κότες, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες): Εισα γωγή / εξαγωγή / εκτρο φή / εμπορία πουλερικών.
[πουλ(ί) -ερικό κατά τη λ. αερικό(;)]