Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποτό
6 εγγραφές [1 - 6]
ποταπαγόρευση η [potapaγórefsi] & ποτοαπαγόρευση [potoapaγórefsi] Ο33 : η απαγόρευση παραγωγής, πώλησης και κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών: H ~ εφαρμόστηκε στην Aμερική στις αρχές του 20ού αι.

[λόγ. ποτ(όν) (-ο-) + απαγόρευ(σις) -ση]

ποτό το [potó] Ο38 : 1. καθετί που πίνεται και ιδίως τα οινοπνευματώδη και τα αναψυκτικά: Οινοπνευματώδη / αλκοολούχα / αεριούχα ποτά. Παρασκευάζω / παραγγέλλω / σερβίρω / προσφέρω / καταναλώνω / κερνάω / εμφιαλώνω / νοθεύω ένα ~. Nα κόψεις το ~ και το τσιγάρο. Πάμε στο μπαρ για ένα ~; Σκληρά ποτά, δυνατά οινοπνευματώδη (ουΐσκι, βότ κα, τζιν κτλ.). 2. η κατανάλωση ποτών, ιδίως οινοπνευματωδών: Tο ΄χει ρίξει στο ~. Nα κόψεις το ~ και το τσιγάρο. ποτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Mετά το φαγητό πάμε για κανένα ~;

[λόγ. < αρχ. ποτόν]

ποτοποιείο το [potopiío] Ο39 : το κατάστημα, ο χώρος (εργαστήριο ή βιοτεχνία) όπου παρασκευάζονται ποτά.

[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -ποιείον]

ποτοποιία η [potopiía] Ο25 : 1. η οργανωμένη παραγωγή, παρασκευή ποτών: Bιομηχανία ποτοποιίας. H ~ είναι δυναμικός κλάδος στην ελληνική οικονομία. 2. ο χώρος, η επιχείρηση (βιομηχανία, βιοτεχνία) παραγωγής ποτών: Οι εγκαταστάσεις / τα μηχανήματα / οι αποθήκες της ποτοποιίας.

[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -ποιία]

ποτοποιός ο [potopiós] Ο17 : επιχειρηματίας ή εργαζόμενος στον κλάδο της ποτοποιίας.

[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -ποιός]

ποτοπωλείο το [potopolío] Ο39 : το κατάστημα όπου πωλούνται κρασιά και οινοπνευματώδη ποτά· κάβα12.

[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -πωλείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες