Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ποσοτικός
1 item total
ποσοτικός -ή -ό [posotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε ποσότητες, σε ποσά. ANT ποιοτικός: Ποσοτική αύξηση / μείωση. Προσδιορισμός των ποσοτικών μεγεθών. Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. || (χημ.) ποσοτική ανάλυση, που γίνεται για τον καθορισμό της ποσότητας (μάζας ή όγκου) των συστατικών που περιέχονται σε μια χημική ένω ση ή σε ένα μείγμα. || (οικον.) ποσοτική θεωρία χρήματος, σύμφωνα με την οποία η αξία του νομίσματος εξαρτάται από την ποσότητα στην οποία αυτό κυκλοφορεί. ποσοτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ποσό(ν) -τικός μτφρδ. γαλλ. quantitatif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go