Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ποσοστιαίος -α -ο [posostiéos] Ε4 : που αναφέρεται, που εκφράζεται σε ποσοστά, που έχει σχέση με αυτά: Οι μη καπνιστές είναι σε ποσοστιαία αναλογία περισσότεροι από τους καπνιστές. Ποσοστιαία σύνθεση μιας χημικής ένωσης.
ποσοστιαία ΕΠIΡΡ. [λόγ. ποσοστ(όν) -ιαίος]



