Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πορτμπαγκάζ
1 item total
πορτμπαγκάζ το [pórtbagáz] Ο (άκλ.) : ειδικός χώρος (στο πίσω μέρος) του αυτοκινήτου, όπου τοποθετούνται οι αποσκευές των επιβατών: Bάλε τις βαλίτσες στο ~.

[λόγ. < γαλλ. porte-bagages]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go