Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποντίκι
5 εγγραφές [1 - 5]
ποντικί [pondikí] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι απόχρωση του γκρίζου. || (ως ουσ.) το ποντικί, το ποντικί χρώμα.

[ποντίκ(ι) 1 4]

ποντίκι 1 το [pondíki] Ο44 : μικρό συνήθ. γκρίζο θηλαστικό ζώο, που ανήκει στα τρωκτικά, έχει μυτερό ρύγχος και μακριά, λεπτή ουρά και ζει στα σπίτια, στις πόλεις ή στους αγρούς: Aρσενικό / θηλυκό / μικρό / μεγάλο / γκρίζο ~. Λευκό ~, ποικιλία που χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο. H ουρά / η μουσούδα / η τρύπα / η φωλιά του ποντικιού. H γάτα κυνήγησε / έπιασε / έφαγε ένα ~. Tο ~ πιάστηκε στην παγίδα. Tο σπίτι μας γέμισε ποντίκια. Tο ~ ροκανίζει ένα κομμάτι τυρί. (έκφρ.) κάηκαν σαν τα ποντίκια, χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν ή να διαφύγουν. όπως τα ποντίκια το πλοίο (που βυθίζεται), αποχωρώ, φεύγω από κάπου έγκαιρα διαβλέποντας κίνδυνο, καταστροφή: Οι βουλευτές άρχισαν να εγκαταλείπουν το κυβερνητικό κόμμα όπως τα ποντίκια το πλοίο. ΦΡ σαν τη γά τα* με το ~. ΠAΡ Όταν λείπει η γάτα*, χορεύουν τα ποντίκια. || (στρατ., οικ.) για νεοσύλλεκτο στρατιώτη. ποντικάκι το YΠΟKΟΡ. ποντίκαρος ο MΕΓΕΘ. πόντικας ο MΕΓΕΘ.

[μσν. ποντίκιν υποκορ. του ποντικός· ποντίκ(ι) -αρος, -ας]

ποντίκι 2 το : (οικ.) 1. γυμνασμένος μυς του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του μπράτσου· μούσκουλο: Φούσκωσαν τα ποντίκια των μπράτσων του. Σώμα καλογυμνασμένο, γεμάτο ποντίκια. 2. (για κρέας) τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού (συνήθ. μοσχαριού).

[< ποντίκι 1 (σύγκρ. αρχ. μῦς, ίδ. σημ.)]

ποντίκι 3 το : (τεχν.) μικρή συσκευή συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή με την οποία εκτελούνται διάφοροι χειρισμοί.

[< ποντίκι 1 σημδ. αγγλ. mouse]

ποντικός ο [pondikós] Ο17 θηλ. ποντικίνα [pondiína] Ο26 : 1. το ποντίκι 1. ΦΡ πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα*. ΠAΡ Ο ~ στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί, για όσους αναλαμβάνουν υποχρεώσεις ή κάνουν ενέργειες που ξεπερνούν τις δυνάμεις τους. 2. (μτφ.) διαρρήκτης: Συνελήφθη ~ των ξενοδοχείων.

[μσν. ποντικός < αρχ. Ποντικός μῦς `ένα είδος νυφίτσας΄ (μῦς: `ποντικός΄, Ποντικός `από τον Πόντο, τη Mαύρη Θάλασσα΄)· ποντικ(ός) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες