Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πονηριά
1 item total
πονηριά η [ponirjá] Ο24 : η ιδιότητα αλλά και η ενέργεια, η πράξη του πονηρού: Σκέφτομαι / ενεργώ / φέρομαι με ~. Kατάφερε με διάφορες πονηριές να τον ξεγελάσει. Xρειάζεται ~ για να πετύχουμε το σκοπό μας.

[μσν. πονηριά (στη σημερ. σημ.) < αρχ. πονηρία `κατεργαριά΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go