Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολυσύλλαβος
1 item total
πολυσύλλαβος -η -ο [polisílavos] Ε5 : (γραμμ.) που αποτελείται, που συνίσταται από πολλές (περισσότερες από τρεις) συλλαβές. ANT μονοσύλλαβος: Πολυσύλλαβες λέξεις. || (μετρ.): Πολυσύλλαβοι στίχοι. ANT ολιγοσύλλαβοι.

[λόγ. < ελνστ. πολυσύλλαβος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go