Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολυκύμαντος
1 item total
πολυκύμαντος -η -ο [polikímandos] Ε5 : 1. (λόγ.) που δημιουργεί, που ταράζεται από πολλά κύματα. ANT ακύμαντος: ~ ωκεανός. Πολυκύμα ντο πέλαγος. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζουν οι περιπέτειες, οι εντάσεις, οι πολλές και απότομες αλλαγές, ταραχώδης, πολυτάραχος: Mέσα από τη βιογραφία του ξετυλίγεται μια πολυκύμαντη ζωή. ~ βίος, περιπετειώ δης ζωή.

[λόγ. πολυ- + κυμαν- (κυμαίνω) -τος (πρβ. ελνστ. πολυκύματος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go