Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολυαγαπημένος
1 item total
πολυαγαπημένος -η -ο [poliaγapiménos] Ε3 : που τον αγαπούν πολύ, που αισθάνονται γι΄ αυτόν μεγάλη, ιδιαίτερη αγάπη: Aφιερώνω αυτό το βιβλίο στους πολυαγαπημένους μου γονείς. H πολυαγαπημένη μας πατρίδα. || προσφώνηση (κυρ. σε επιστολές) προς οικείους παραλήπτες: Πολυαγαπημένο μου παιδί. Πολυαγαπημένη μου μητέρα. Πολυαγαπημένε μου πατέρα. Πολυαγαπημένε μου φίλε.

[πολυ- + αγαπημένος μππ. του αγαπώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go