Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολυάσχολος
1 item total
πολυάσχολος -η -ο [poliásxolos] Ε5 : που ασχολείται συγχρόνως με πολ λά πράγματα (δουλειές, υποθέσεις κτλ.). || που είναι συνεχώς απασχολημένος με κτ.

[λόγ. < ελνστ. πολυάσχολος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go