Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πολυάσχολος -η -ο [poliásxolos] Ε5 : που ασχολείται συγχρόνως με πολ λά πράγματα (δουλειές, υποθέσεις κτλ.). || που είναι συνεχώς απασχολημένος με κτ.
[λόγ. < ελνστ. πολυάσχολος]



