Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολυάνθρωπος
1 item total
πολυάνθρωπος -η -ο [poliánθropos] Ε5 : ANT ολιγάνθρωπος. 1. (για χώρο, περιοχή) που κατοικείται από μεγάλο αριθμό ανθρώπων: Πολυάνθρωπες χώρες / πόλεις. 2. (σπάν.) που αποτελείται από πλήθος ανθρώπων, πολυπληθής: Πολυάνθρωπη ομάδα εκδρομέων.

[λόγ. < αρχ. πολυάνθρωπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go