Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολιτογράφηση
1 item total
πολιτογράφηση η [politoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πολιτογραφώ: H ~ αλλοδαπού απαιτεί ορισμένες διατυπώσεις. ~ ξένων λέξεων στα ελληνικά.

[λόγ. πολιτογραφη- (πολιτογραφώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go