Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πολίτευμα
1 item total
πολίτευμα το [polítevma] Ο49 : το πολιτικό σύστημα οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας σε μια χώρα με βάση το σύνταγμά της: Tο ~ της Ελλάδας είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία. || (νομ.) το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας σε μια χώρα: Δημοκρατικό / κοινοβουλευτικό / μοναρχικό ~.

[λόγ. < αρχ. πολίτευμα `τρόπος διακυβέρνησης΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go