Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποιμένας
1 εγγραφή
ποιμένας ο [piménas] Ο2 θηλ. ποιμενίδα [pimeníδa] Ο26 στη σημ. 1 : 1. (λόγ.) βοσκός, ιδίως προβάτων· τσοπάνης. 2. (εκκλ.) πνευματικός, θρησκευτικός ηγέτης των πιστών. || Ο Kαλός Ποιμένας, ο Xριστός, ιδίως όταν απεικονίζεται ως βοσκός.

[λόγ.: 1: αρχ. ποιμήν, αιτ. -ένα· 2: ελνστ. σημ.· λόγ. ποιμεν- (ποιμήν) -ίς > -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες