Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ποδηλατοδρομία
1 item total
ποδηλατοδρομία η [poδilatoδromía] Ο25 : αθλητικός αγώνας ταχύτητας με ποδήλατα.

[λόγ. ποδήλατ(ον) -ο- + -δρομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go