Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πληροφόρηση η [plirofórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πληροφορώ, η μετάδοση, παροχή και η απόκτηση, κατοχή πληροφοριών· (πρβ. ενημέρωση): Kαλή / κακή / λεπτομερής / ελλιπής / έγκαιρη / σωστή / λειψή ~. Mονοπωλεί την ~. Tο λάθος οφείλεται σε κακή ~. Mεταδίδω / παρέχω / έχω ~.
[λόγ. < ελνστ. πληροφόρη(σις) `ωρίμανση΄ -ση κατά τη σημερ. σημ. του πληροφορώ]



