Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλεονέκτης
1 item total
πλεονέκτης ο [pleonéktis] Ο10 θηλ. πλεονέκτρια [pleonéktria] Ο27 & πλεονέκτρα [pleonéktra] Ο25 : αυτός που χαρακτηρίζεται, που διακατέχεται από πλεονεξία: Aρκέσου σ΄ αυτά που πήρες και μη γίνεσαι ~.

[λόγ. < αρχ. πλεονέκτης· λόγ. πλεονέκ(της) -τρια· αποβ. του [i] ανάμεσα σε [tr] και [a], σύγκρ. τριακόσια > τρακόσια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go