Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλακατζής
2 items total [1 - 2]
πλακατζής 1 ο [plakadzís] Ο8 θηλ. πλακατζού [plakadzú] Ο37 : (προφ.) αυτός που κάνει πλάκες, αστεία, που μαζί του διασκεδάζει κανείς (με αυτά που λέει ή που κάνει).

[πλάκ(α)IV -ατζής· πλακατζ(ής) -ού]

πλακατζής 2 ο : (σπανιότ.) ο πλακάς.

[πλάκ(α)I2 -ατζής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go