Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλαδαρός
1 item total
πλαδαρός -ή -ό [plaδarós] Ε1 : 1. (κυρ. για σαρκώδη μέλη του σώματος) που δεν είναι σφιχτός, δεμένος, που είναι χαλαρός, μαλακός: Πλαδαρή κοιλιά / σάρκα. Πλαδαροί γλουτοί / μαστοί. Tο σώμα του είναι αγύμναστο, πλαδαρό. 2. (μτφ.) χωρίς ζωντάνια, σφρίγος, νεύρο, χωρίς συνοχή: Πλαδαρό κείμενο / ύφος. Ο λόγος του ήταν ~ και άνευρος. πλαδαρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. πλαδαρός· 2: σημδ. γαλλ. flasque]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go