Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πλήρωση
1 item total
πλήρωση η [plírosi] Ο33 : (λόγ.) 1. το γέμισμα: H ~ του δοχείου / του θαλάμου καύσεως με βενζίνη. 2. ικανοποίηση: H ~ των ανθρώπινων αναγκών.

[λόγ.: 2: αρχ. πλήρω(σις) -ση· 1: μσν. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go