Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πιεστήριο
1 item total
πιεστήριο το [piestírio] Ο42 : 1. μηχάνημα που πιέζει ή που συνθλίβει κτ.: Xειροκίνητο / ηλεκτροκίνητο ~. Yδραυλικό ~, πρέσα. 2. (τυπ.) (Tυπογραφικό) ~, μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση κειμένων και εικόνων πάνω σε χαρτί καθώς και η αντίστοιχη φάση κατά τη διαδικασία εκτύπωσης ενός βιβλίου, μιας εφημερίδας και γενικότερα ενός εντύπου: Παραδοσιακό ~. Οι πρώτες σελίδες είναι στο βιβλιοδέτη και οι τελευταίες είναι ακόμη στο ~. (έκφρ.) επί του πιεστηρίου, για ειδήσεις, νέα της τελευταίας στιγμής.

[λόγ. < ελνστ. πιεστήριον `πρέσα΄ σημδ. γερμ. Druckerei ή γαλλ. presse (πρβ. πρέσα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go