Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πετυχημένος
1 item total
πετυχημένος -η -ο [petiximénos] Ε3 : 1. που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο που έχει αναλάβει και στο οποίο έχει αφοσιωθεί· επιτυχημένος: ~ γιατρός / επιχειρηματίας. Είναι μια πετυχημένη μητέρα. || Είναι πολύ ~ κοινωνικά. 2. του οποίου η έκβαση είναι επιθυμητή, που έχει στεφθεί από επιτυχία: Πετυχημένη παράσταση / διαφήμιση / διακόσμηση. Πολύ πετυχημένο το γλυκό / το φόρεμα. 3. για έξυπνη ή σωστή ενέργεια, που γίνεται την κατάλληλη στιγμή: Πετυχημένη κίνηση. Πετυχημένο κόλπο. || Πετυχημένη απάντηση. πετυχημένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του πετυχαίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go