Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πετράδι
1 item total
πετράδι το [petráδi] Ο44 : (οικ.) πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος: Tα πετράδια του στέμματος.

[μσν. πετράδι(ν) `μικρή πέτρα΄ < πέτρ(α) -άδιν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go