Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεσιμιστής
1 εγγραφή
πεσιμιστής ο [pesimistís] Ο7 θηλ. πεσιμίστρια [pesimístria] Ο27 : 1. ο οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας του πεσιμισμού, συχνά και ως επίθ.: Πεσιμιστές φιλόσοφοι. 2. ο απαισιόδοξος.

[λόγ. < γαλλ. pessimiste (-iste = -ιστής)· λόγ. πεσιμισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες