Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περπάτημα
1 item total
περπάτημα το [perpátima] Ο49 : η ενέργεια του περπατώ: Kουράστηκα από το πολύ ~. || ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο περπατά κανείς, η περπατησιά: Tου άρεσε το γεμάτο χάρη περπάτημά της.

[μσν. περπάτημα < περπατη- (περπατώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go