Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περιοδεία
1 item total
περιοδεία η [perioδía] Ο25 : το να περιοδεύει κάποιος, να επισκέπτεται διαδοχικά διάφορους τόπους για ορισμένο σκοπό: Προεκλογική ~. Kά νω ~, περιοδεύω. ~ θιάσου, τουρνέ.

[λόγ. < ελνστ. περιοδεία, αρχ. σημ.: `περιπολία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go