Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- περιεκτικός -ή -ό [periektikós] Ε1 : α. που περιέχει κτ. σε μεγάλη ποσότητα: Tροφές περιεκτικές σε βιταμίνες. β. (για λόγο, κείμενο κτλ.) που περιέχει πολλά νοήματα σε λίγες λέξεις: Περιεκτικό κείμενο. ~ ορισμός / όρος. Περιεκτική διατύπωση / περιγραφή.
περιεκτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. β: Περιγράφει σύντομα και ~. [λόγ. < ελνστ. περιεκτικός]



