Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- περίττωμα το [perítoma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : το άχρηστο υλικό που αποβάλλεται από τα έντερα ενός ζωικού ή ανθρώπινου οργανισμού μετά την πέψη των τροφών· κόπρανα.
[λόγ. < αρχ. περίττωμα]



