Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περίδρομος
1 item total
περίδρομος ο [períδromos] Ο20 : 1. (λαϊκότρ.) πόνος στα έντερα ή στο στομάχι. 2. συνήθ. στη ΦΡ τρώω / κατεβάζω τον περίδρομο, τρώω υπερβολικά μεγάλη ποσότητα φαγητού· ΣYN ΦΡ τρώω του σκασμού· τρώω τον αγλέουρα. ΠAΡ Φάτε μάτια ψάρια* και κοιλιά περίδρομο.

[< φρ. περίδρομος δαίμων `δαίμονας που περιφέρεται΄ και που είναι αίτιος της λαιμαργίας, ή αρχ. περίδρομος `σκοινί που δένει το πάνω μέρος του διχτυού΄ με την έννοια πως κάποιος έφαγε όλο το περιεχόμενο ακόμη και το σκοινί του διχτυού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go