Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεπεισμένος
1 εγγραφή
πεπεισμένος -η -ο [pepizménos] Ε3 : (για πρόσ.) που έχει πεισθεί σχετικά με κτ., που το έχει δεχτεί ως σωστό, αληθινό κτλ.: Είμαι απόλυτα ~ ότι μας είπαν ψέματα.

[λόγ. < ελνστ. πεπεισμένος μππ. του αρχ. πείθω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες