Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πεπεισμένος -η -ο [pepizménos] Ε3 : (για πρόσ.) που έχει πεισθεί σχετικά με κτ., που το έχει δεχτεί ως σωστό, αληθινό κτλ.: Είμαι απόλυτα ~ ότι μας είπαν ψέματα.
[λόγ. < ελνστ. πεπεισμένος μππ. του αρχ. πείθω]



