Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πεντανόστιμος
1 item total
πεντανόστιμος -η -ο [pendanóstimos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ νόστιμος: Mε την καινούρια σας χύτρα τα φαγητά θα γίνουν πεντανόστιμα.

[πεντα-2 + νόστιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go