Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πειστικότητα
1 item total
πειστικότητα η [pistikótita] Ο28 : η ικανότητα εκείνου που πείθει, του πειστικού: Yποστήριξε την άποψή του με θέρμη και ~. Kανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ~ των επιχειρημάτων του.

[λόγ. πειστικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go