Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παύση
1 item total
παύση η [páfsi] Ο31 : 1. η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας και γενικότερα μιας συνέχειας: ~ εργασιών / πληρωμών. || (ειδικότ.) διακοπή του λόγου, σιωπή: Έκανε μια μικρή ~ και μετά συνέχισε να μιλάει. || (πληθ., παρωχ.) οι διακοπές μαθημάτων στα σχολεία. 2. η απομάκρυνση κάποιου από μια θέση, από ένα αξίωμα (κυρ. για δημόσιους λειτουργούς): Προσωρινή / οριστική ~. Aνακοινώθηκε η ~ δύο υπουργών από την κυβέρνηση. || το σχετικό έγγραφο: Tους κοινοποιήθηκε η ~ τους. 3. (μουσ.) μικρή διακοπή της συνέχειας μουσικού κομματιού και το ειδικό γραπτό σημείο (-) με το οποίο σημειώνεται στο πεντάγραμμο.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. παῦ(σις) -ση· 3: σημδ. γαλλ. pause]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go