Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρόλο
1 item total
παρόλο [parólo] : με το που ή με το ότι· αντιθετική συνδεσμική έκφραση σε υποτακτική σύνδεση· εισάγει δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις και εκφράζει ισχυρή αντίθεση προς το νόημα της κύριας πρότασης που ο ομιλητής θεωρεί πραγματικό· αν και, μολονότι: Όλοι τον θαύμαζαν, ~ που δεν του άξιζε. Tον προσέλαβαν ~ που δεν το είχε επιδιώξει. || ~ ότι τα έσοδά τους είναι περιορισμένα, ξοδεύουν πολλά.

[λόγ. φρ. παρά + όλο(ν) με αποφυγή της χασμ., μτφρδ. γαλλ. malgré tout]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go