Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παρόλα η [paróla] Ο25α : (λαϊκ.) λόγος στομφώδης, μεγαλόστομος και χωρίς περιεχόμενο· λόγια του αέρα, παχιά λόγια.
[αντδ. < ιταλ. parola `λόγος, λέξη΄ < γαλλ. parole < υστλατ. parabola `παραβολή του Χριστού, ομιλία΄ < ελνστ. παραβολή]