Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρομοίωση
1 εγγραφή
παρομοίωση η [paromíosi] Ο33 : η ενέργεια του παρομοιάζω: H ~ του ύπνου με το θάνατο. || (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο για να τονίσουμε την ιδιότητα ενός προσώπου, ενός πράγματος ή μιας ιδέας, το συσχετίζουμε με κτ. άλλο πολύ γνωστό που έχει την ίδια ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό· η σύγκριση γίνεται με τις παρομοιαστικές λέξεις σαν, καθώς, όπως, λες κτλ.: Άστοχη / εύστοχη ~. Πρωτότυπη / τολμηρή ~.

[λόγ. < αρχ. παρομοίω(σις) `σύγκριση΄ -ση σημδ. γαλλ. comparaison ή νλατ. comparatio < λατ. comparatio `σύγκριση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες