Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρκόμετρο
1 εγγραφή
παρκόμετρο το [parkómetro] Ο42 : ειδικό όργανο που τοποθετείται συνήθ. στο ρείθρο πεζοδρομίου, για να μετρά και να ελέγχει το χρόνο στάθμευσης των αυτοκινήτων.

[λόγ. < γαλλ. parcomètre < parc (για αυτοκίνη τα, πρβ. παρκάρω) -ο- + -mètre = -μετρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες