Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρηγορητικός
1 item total
παρηγορητικός -ή -ό [pariγoritikós] Ε1 : που προσφέρεται, που είναι κατάλληλος για παρηγοριά, για ανακούφιση: Tου μίλησε με λόγια παρηγορητικά. παρηγορητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. παρηγορητικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go