Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρερμηνεύω
1 item total
παρερμηνεύω [parerminévo] -ομαι Ρ5.1 : ερμηνεύω, εξηγώ, κατανοώ ή και αποδίδω κτ. εσφαλμένα, παρεξηγώ, παρανοώ: Παρερμηνεύτηκαν τα λόγια του και αλλοιώθηκε το νόημά τους. Παρερμήνευσαν σκόπιμα τις δηλώσεις του υπουργού.

[λόγ. < ελνστ. παρερμηνεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go