Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρεξηγώ
1 εγγραφή
παρεξηγώ [pareksiγó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : 1. ερμηνεύω, καταλαβαίνω εσφαλμένα κτ. που έγινε ή που ειπώθηκε, παρανοώ, παρερμηνεύω: Παρεξήγησαν τα λεγόμενά μου. H χειρονομία του παρεξηγήθηκε. Πολλές φορές παρεξηγούμε τα ήθη και τα έθιμα άλλων λαών, διαφορετικών από μας. Nα εξηγούμαστε, για να μην παρεξηγούμαστε. 2. θεωρώ (εσφαλμένα) ότι κτ. έγινε ή ειπώθηκε με κακή πρόθεση, διάθεση προς εμένα (για να με θίξει, να με μειώσει, να με προσβάλει κτλ.): Δε σε ~, γιατί ξέρω ότι όσα είπες, τα είπες από ενδιαφέρον για μένα. Mε παρεξήγησες. Οι προθέσεις του παρεξηγήθηκαν. 3. (παθ.) προσβάλλομαι, θυμώνω, δυσαρεστούμαι με κπ. ή με κτ.: Πρόσεξε πώς θα του φερθείς, γιατί παρεξηγείται εύκολα. Δε μιλιούνται, γιατί είναι παρεξηγημένοι. Δεν του ΄κανε ό,τι ζήτησε κι αυτός παρεξηγήθηκε. 4. (μππ.) που τον έχουν ερμηνεύσει, εκτιμήσει εσφαλμένα, κυρίως ως προς την αξία, τη σπουδαιότητα που έχει: Παρεξηγημένος καλλιτέχνης / ζωγράφος / γλύπτης. H σύγχρονη τέχνη είναι παρεξηγημένη.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. παρεξηγοῦμαι `ερμηνεύω σφαλερά΄, ενεργ. κατά το εξηγώ· 3: κατά τη σημ. της λ. παρεξήγηση· 4: σημδ. αγγλ. misunderstood ή γαλλ. méconnu]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες