Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρεμπιπτόντως
1 item total
παρεμπιπτόντως [parembiptóndos] επίρρ. τροπ. : κατά τρόπο που παρεμβάλλεται στο κύριο θέμα, στην κύρια δραστηριότητα κάποιου, παρενθετικά, συμπτωματικά ή τυχαία: Mιλώντας για κάποιο άσχετο θέμα αναφέρθηκε ~ και στην προσωπική του περίπτωση.

[λόγ. μεε. παρεμπιπτοντ- < ελνστ. παρεμπίπτω `υπεισέρχομαι΄ -ως μτφρδ. γαλλ. incidemment]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go