Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρελθών
1 item total
παρελθών -ούσα -όν [parelθón] Ε12α : (λόγ.) (για χρόνο) που έχει ήδη περάσει, παρέλθει: H παρελθούσα εβδομάδα / πενταετία / δεκαετία. Εκκρεμεί ο έλεγχος φορολογικών δηλώσεων παρελθόντων ετών. || Σε παρελθόντα χρόνο, στο παρελθόν. || (ως ουσ.) το παρελθόν*.

[λόγ. < αρχ. παρελθών, μτχ. αορ. του παρέρχομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go