Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παραχωρώ [paraxoró] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω, μεταβιβάζω, προσφέρω, εκχωρώ με τη θέλησή μου σε τρίτους ένα πράγμα (που μου ανήκει) ή ένα δικαίωμα: Παραχωρήθηκαν δημόσιες εκτάσεις στους ακτήμονες γεωργούς. Παραχώρησε ευγενικά τη θέση της σε μια ηλικιωμένη κυρία. Tους παραχωρήθηκε το δικαίωμα εκμετάλλευσης του κυλικείου.
[λόγ. < ελνστ. παραχωρῶ `χορηγώ΄, αρχ. σημ.: `αποτραβιέμαι΄ & σημδ. γαλλ. concéder]



