Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παρατεταμένος -η -ο [paratetaménos] Ε3 : που διαρκεί πέρα από τον κανονικό, τον αναμενόμενο χρόνο: Παρατεταμένη ανομβρία / (οικονομική) κρίση / αγωνία. Παρατεταμένο χειροκρότημα.
[λόγ. < αρχ. παρατεταμένος μππ. του παρατείνω]



